Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
βορειαίος — βορειαῑος, α, ον (Α) [βορέας] ο βόρειος … Dictionary of Greek
βορειαίης — βορειαῖος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)